- πολιοῦχος
- πολιοῦχοςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πολιοῦχος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιούχος — (I) ο / πολιοῡχος, ον, ΝΜΑ, και πολίοχος, ον, επικ. τ. πολιήοχος, δωρ. τ. πολιάοχος, λακων. τ. πολιᾱχος, ον, Α (για θεό, άγιο ή ήρωα) αυτός που έχει υπό την προστασία του μια πόλη νεοελλ. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η πολιούχος άγιος τής… … Dictionary of Greek
πολιούχος — ο προστάτης πόλης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολιοῦχον — πολιοῦχος masc/fem acc sg πολιοῦχος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πολιοῦχε — Πολιοῦχος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιοῦχε — πολιοῦχος masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πολιοῦχοι — Πολιοῦχος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιοῦχοι — πολιοῦχος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πολιοῦχον — Πολιοῦχος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek